Ο νατουραλισμός στη “Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη της Ελένης Σταθοπούλου

Ο νατουραλισμός στη “Φόνισσα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη της Ελένης Σταθοπούλου

Ο νατουραλισμός στη λογοτεχνία κάνει την εμφάνισή του περί τα μέσα τού 19ου αιώνα, ως επακόλουθο της μεγάλης και ταχύτατης προόδου των φυσικών επιστημών. Συνοψίζοντας τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τον νατουραλισμό, διακρίνουμε: α) την εκβιομηχάνιση, που μαζί της φέρνει και τις όποιες κοινωνικές αλλαγές (ταξικές ανισότητες, ευμάρεια ανώτερων τάξεων, εξαθλίωση εργατικού και αγροτικού πληθυσμού κτλ.), ανοίγοντας έτσι νέα πεδία προβληματισμού για τους συγγραφείς, β) την εξέλιξη της βιολογίας και περισσότερο τις δαρβινικές θεωρίες περί της καταγωγής κι εξέλιξης του ανθρώπου, οδηγώντας τους νατουραλιστές σε ερμηνείες και περιγραφές για την κτηνώδη φύση τού ανθρώπου και γ) την επιστημονική μεθοδολογία, κυρίως της ιατρικής, η οποία μεταφέρεται στην λογοτεχνία μέσω τής πειραματικής μεθόδου, προκαλώντας τον συγγραφέα να ασχοληθεί με το υλικό του, να πειραματιστεί με αυτό και να παρακολουθεί αμέτοχος τους ήρωές του στο  πώς αντιδρούν και στο πώς συμπεριφέρονται ανάλογα με την εξέλιξη του έργου. Τις αρχές αυτές, καθώς και άλλα επιμέρους ζητήματα, όπως αυτά της κληρονομικότητας και της επιβίωσης του πιο ισχυρού, που πραγματεύεται ο νατουραλισμός, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσυμε στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

Η εικόνα της φτώχειας του αγροτικού πληθυσμού τής Σκιάθου περιγράφεται στη Φόνισσα με κάθε λεπτομέρεια και το ίδιο παραστατικά με αυτή της ευμάρειας και του πλούτου των αρχόντων τού νησιού. Οι ανισότητες μεταξύ των κατοίκων είναι εμφανέστατες: η πεθερά τού Λυρίγκου μοιράζεται το μικρό της καλύβι μαζί με την μια της κόρη και τα εγγόνια της (Ήτο το μικρόν καλυβάκι της γραίας,(…) Εκεί βέβαια θα εκοιμώντο, μαζί με την μικράν θείαν τους την άγαμον, τα άλλα κοράσια του Λυρίγκου), ενώ η εύπορη Μαρούσα έχει τη πολυτέλεια να ζει μόνη σε ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι (Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ’ επίπλωσιν ευπρεπή). Για τις ταξικές αυτές ανισότητες οι νατουραλιστές ανήσυχοι προβληματίζονται και προβάλλουν ένα σοσιαλιστικό στοιχείο ηθικής αγανάκτησης για την αθλιότητα των φτωχών. Και ο Παπαδιαμάντης δείχνει να μην υπολογίζει τον υποστηριζόμενο από το επίσημο κράτος θεσμό τής προίκας, δημιουργώντας έναν ήρωα, τη Χαδούλα, η οποία διαρκώς κατακρίνει την “αστική αξία” τής χρηματικής προίκας!

 

     Η εξέλιξη της βιολογίας, οι θεωρίες τής εξέλιξης και συγκεκριμένα η δαρβινική θεωρία εηρέασαν τους νατουραλιστές. Οι άνθρωποι θα έπρεπε πλέον να δεχτούν ότι ο εαυτός τους βρίσκεται σ΄ ένα επίπεδο ελάχιστα πιο πάνω από αυτό των ζώων και ότι η ίδια η ζωή τους είναι ένας συνεχής αγώνας. Οι νατουραλιστές θα τολμήσουν να προχωρήσουν ακόμα παραπέρα. Θα παράξουν μια σειρά από τερατικούς ήρωες και τερατικά κοσμοείδωλα. Θα αντιστρέψουν την πορεία τής εξέλιξης δείχνοντας τον εκφυλισμό τού ανθρώπου, ο οποίος επιστρέφει στην πρωτόγονη κτηνωδία σε περιπτώσεις κρίσης, καταστάσεις πίεσης, επήρεια οινοπνεύματος κτλ. Ο Μούτρος, γιος τής Φραγκογιαννούς, εγκληματεί υπό την επήρεια αλκοόλ, σε στιγμές που δεν ελέγχει απόλυτα τον εαυτό του και δεν έχει συνείδηση του τι ακριβώς κάνει (επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ίδιαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη.). Θα μπορούσαμε  να πούμε ότι και η Φραγκογιαννού εγκληματεί υπό παρόμοιες συνθήκες, δηλαδή σε κατάσταση κάποιας νευρικής κρίσης όπου δεν ελέγχει τον εαυτό της (Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νούς της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους.) Αλλά στη πραγματικότητα το έγκλημά της είναι διαφορετικό από του Μούτρου. Η Φραγκογιαννού, όπως και ο Ρασκόλνικωφ στο Έγκλημα και Τιμωρία, σκοτώνει για φιλοσοφικούς λόγους. (Επόμενον ήτο, διότιν είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα). Εδώ παρατηρούμε ότι ο Παπαδιαμάντης δεν μένει ψυχρός και απαθής, παντελώς αμέτοχος από την πλοκή τού έργου, ως απλά ένας πιστός αντιγραφέας των γεγονότων, αλλά συμμετέχει με δικές του σκέψεις (Επόμενον ήτο), ώστε να δικαιολογήσει τις πράξεις της Φραγκογιαννούς. Αυτό κορυφώνεται με τη φράση «αν δεν απατώμαι», όπου ο συγγραφέας εμφανίζεται σε πρώτο πρόσωπο για να συνυπογράψει την αγανάκτηση της Φραγκογιαννούς για τον θεσμό τής προίκας.

 

     Μολονότι η πειραματική μέθοδος δεν υιοθετείται πιστά στο διήγημα αυτό, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δυο άλλα ζητήματα που πραγματεύεται ο νατουραλισμός: με την ιδέα τής κληρονομικότητας και την επιβίωση του πιο ισχυρού. Η πρώτη παρουσιάζεται μέσα από δυο άξονες: την προκαθορισμένη μοίρα τής γυναίκας, που είναι μια παγιωμένη κατάσταση από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει, και την ομοιότητα μάνας και κόρης. Από τη στιγμή τής γέννησής της η μοίρα τής γυναίκας είναι να είναι σκλάβα (Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρετεί τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της (…) όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγονών της.), όπως σκλάβα είναι προκαθορισμένο και βέβαιο ότι θα γίνει η μητέρα τής Ξενούλας (Ε! Θέ μου, και να ’πεφτες μέσα, Ξενούλα! Είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θα ’κανες της μάνας σου!). Σε πολλά σημεία τού έργου ο συγγραφέας παρομοιάζει και ταυτίζει τη μάνα με την κόρη, κάτι για το οποίο δε μπορούμε να πούμε ασφαλώς ότι θα εφαρμοζόταν και στη σχέση γιου και πατέρα, αφού στο έργο  είναι   χαρακτηριστική η απουσία τού πατέρα. Βλέπουμε και την ιδιαίτερη σχέση τού Μούτρου με τη μητέρα του και τη μεγάλη αδυναμία που του είχε, ώστε να οδηγηθεί να «κάμη νόμο-τρόπο» για να αθωωθεί ο γιος της από το δικαστήριο. Μάνα και γιος αλληλοσυμπληρώνουν τα χαρακτηρολογικά τους στοιχεία: η Φραγκογιαννού είχε ήθος ανδρικόν, ενώ ο Μούτρος θηλυκόν νουν. Και οι δυο θα εφαρμόσουν τα φονικά τους ένστικτα σε συγγενικά πρόσωπα. Οι εγκληματικές τάσεις κληρονομούνται από τη μάνα στον γιο, μόνο που η πρώτη εγκληματεί προσχεδιασμένα – για ανώτερα ζητήματα, όπως είδαμε – ενώ ο δεύτερος εν βρασμώ ψυχής (Αυτός είχεν ευρεθή εις «βρασμόν ψυχής). Επίπρόσθετα, η Χαδούλα παρουσιάζεται σαν να είναι ίδια η μάνα της «χάρις είς την φύσιν» αλλά και «εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια». Η μητέρα της υπήρξε μια κακιά στρίγγλα που ήξερε μάγια (Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτον μια από τας στρίγγλας της εποχής της. Ηξεύρε μάγια), παρόμοια όπως χαρακτηρίζεται και η Φραγκογιαννού (η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ονόμαζε συνήθως την κόρην της), η οποία γνωρίζει πολύ καλά πώς να χειρίζεται τις ιδιότητες των βοτάνων που συλλέγει. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της καταδίωξής της από τους χωροφύλακες, η Χαδούλα κρύβεται στη Σκοτεινή Σπηλιά, η οποία περιγράφεται αναλογικά με τον πλάτανο όπου είχε κρυφτεί η μητέρα της διωκόμενη από τους κλέφτες. Εντούτοις, η φύση δεν τη κρύβει και δεν τη προστατεύει (σιμά εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύχτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν), όπως κάνει με τη μητέρα της (Αί Δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τάς μάγειας της, την επροστάτευσαν), προφανώς γιατί το έγκλημά τους δεν έχει την ίδια βαρύτητα και δεν είναι το ίδιο σοβαρό. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο συσχετισμός που γίνεται στο κείμενο της Φραγκογιαννούς με τον γιό και τη μητέρα της υπογραμμίζει πρωτίστως την κληρονομική διαδοχή του κακού. Από την άλλη πλευρά, το κείμενο είναι στη κυριολεξία γεμάτο από επαναλαμβανόμενες εικόνες και λέξεις από το ζωικό βασίλειο. Ο διαρκής ανταγωνισμός και η πάλη για την επιβίωση μέσω τής επικράτησης του ισχυροτέρου έναντι του ασθενεστέρου είναι έκδηλος και περιστρέφεται γύρω από τη λέξη κυνήγι.

Κληρονομικότητα

κοινωνική θέση των γυναικών

πιέσεις τής στιγμής

Οι αναδρομικές αφηγήσεις τής Φραγκογιαννούς και της Αμέρσας, ακόμα και οι λέξεις-προσδιορισμοί για τη Χαδούλα: υπηρετώ/δούλα/σκλάβα/δουλεύτρα, με δεδομένη τη μειονεκτική θέση τής γυναίκας εκείνη την εποχή λειτουργούν όχι μόνο στο να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό και συμπαθητικό προφίλ τής φόνισσας, αλλά και να δικαιολογήσουν έμμεσα τα εγκλήματα που θα ακολουθήσουν. Μας δείχνουν ακριβώς τους τρεις παράγοντες που οδηγούν στην πράξη τού φόνου και κατ’ επέκταση στον εκφυλισμό τού ανθρώπου σε ζώο, όπως διακήρυτταν οι νατουραλιστές. Το πρώτο είναι η κληρονομικότητα. Η αδιαφορία της μάνας, η σκληρότητα (εξήσκησε τυραννικήν επιτήρησιν επί της κόρης /Δεν έχω… να μου σκαρώση κανένα πρωιμάδι…αυτή η Στριγλίτσα! /Ε! μωρή Στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!…κ’ εγώ σε σιάζω.) και η παντελής έλλειψη μητρικής αγάπης στα κορίτσια, κληρονομείται από την μάνα στη Χαδούλα. Το δεύτερο σχετίζεται με την κοινωνική θέση των γυναικών στις φτωχές οικογένειες. Το θέμα της προίκας των κοριτσιών ήταν πραγματικά ένα μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός. Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση με το κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα (Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.). Από τη στιγμή τής γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια! Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -θε μ’ σχώρεσέ με! Ας ήτο και παλληκαροβότανο!). Ο τρίτος παράγοντας είναι οι πιέσεις τής στιγμής, οι οποίες εντοπίζονται στην πολυήμερη αϋπνία της Χαδούλας. Όλες αυτές οι σκέψεις και αναφορές στο παρελθόν έρχονται σε στιγμές μεγάλης κούρασης και αγρυπνίας δίπλα στο άρρωστο βρέφος (Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ’ αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς). Σε πολλά σημεία του έργου γίνεται αναφορά στην κούραση της Χαδούλας και το ξέσπασμά της εξαιτίας αυτής (Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ’ έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.— Ε! θα σκάσης; είπε). Με αυτές τις λεπτομέρειες εξάλλου ξεκινά το έργο, την ταλαιπωρία της από την θυσία τού ύπνου της δίπλα στο εγγονάκι της (δεν εκοιμάτο, αλλ’ εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της./ Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις του οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν,).

 

Τα τελευταία λόγια

και το τέλος

τής Φραγκογιαννούς

Την ώρα που η Χαδούλα αντιλαμβάνεται πως η ζωή της χάνεται, με το βλέμμα στραμμένο προς το Μποστάνι, αναφωνεί: «Ω! Να το προικιό μου!». Της βγαίνει ένα επιφώνημα τρόμου κι αιφνιδιασμού (Ω!). Τρομάζει στη θέα τής προίκας της, που δεν είναι βέβαια το Μποστάνι και δείχνει ανέτοιμη να την παραλάβει. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί το θάνατό της. Αντιλαμβάνεται ότι με τους φόνους που έκανε δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα της που  είχε προσδιοριστεί από τη μητέρα της (το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι), αλλά ήταν η στιγμή που ακριβώς την πραγματοποιούσε. Ο θάνατός της ήταν η πραγματική της προίκα. Η γριά Χαδούλα είχε ταυτίσει τον θάνατο με τη λέξη προίκα. Θεωρούσε τη διαδικασία τής προικοδότησης έναν αργό θάνατο τόσο για τα κορίτσια, όσο και για τους γονείς που πολύ δύσκολα μπορούν να πραγματοποιήσουν αυτή την κοινωνική τους υποχρέωση, την οποία πολύ δύσκολα θα πραγματοποιήσουν.
Η Φραγκογιαννού τελικώς πνίγεται εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ο πνιγμός της έχει καθαρτικό χαρακτήρα και η πρωταγωνίστρια επιστρέφει στη φύση που συμβολίζει την ελευθερία και τη λύτρωση. Ταυτίζεται μαζί της, τιμωρείται από αυτήν κι έτσι δεν κρίνεται ούτε από τον άνθρωπο, ούτε από τον Θεό. Η Φόνισσα, πράγματι, είχε την ευκαιρία να εξομολογηθεί είχε πολύ νωρίτερα: τόσο κατά την ανάκρισή της, στους ανθρώπινους νόμους όσο και κατά την συνάντησή της με τον μοναχό, στους νόμους του Θεού. «Κατά την πρώτην ανάκρισιν», η Χαδούλα προτίμησε να πει ψέματα στον ειρηνοδίκη “ανεκάλυψαν το σώμα της μικράς κόρης επιπλέον, ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος”. Στον μοναχό, επίσης, δεν είναι ειλικρινής και παρουσιάζει τα αποτελέσματα (Έχω βάσανα και πάθια) αποκρύπτοντας τις πραγματικές τους αιτίες. Δεν αναφέρει τους φόνους, αλλά θεωρεί υπεύθυνες για τα βάσανά της την κακία και την κακογλωσσιά τού κόσμου.  Η Φραγκογιαννού πνίγεται για τον απλό λόγο ότι τίποτε διαφορετικό δεν θα μπορούσε να συμβεί στη γυναίκα αυτή. Πεθαίνει αμίλητη και αναπολόγητη στους δυο “δικαστές” που προτίμησε να πει ψέματα. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να διαφύγει, όπως συνέβη με τον γιό της τον Μούτρο, και να συνεχίσει τα πάθια της, την άγριαν χαράν να σκοτώνει κάπου αλλού. Ένας τρόπος υπήρχε να τελειώσει το έργο· Να πεθάνει απαρνούμενΗ και αδιαφορώντας (εις το ήμισυ) για τη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Και αυτό έγινε όπως ακριβώς σκότωνε, με πνιγμό!

Είναι τελικά η Φόνισσα

νατουραλιστικό έργο;

Είναι πραγματικά δύσκολο και παρακινδυνευμένο, να χαρακτηρίσουμε άμεσα ένα λογοτεχνικό έργο, όπως τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ως καθαυτό νατουραλιστικό. Ακόμα και με τη λέξη ηθογραφία, όπως συχνά τιτλοφορείται, θα έπρεπε να είμαστε ιδιαιτέρα προσεκτικοί. Σημασία έχει ότι ο ίδιος ο συγγραφέας τιτλοφορεί το έργο του ως «κοινωνικόν μυθιστόρημα» και αυτόν τον χαρακτηρισμό θα πρέπει να σεβαστούμε. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το έργο έχει στοιχεία τού κινήματος του ευρωπαϊκού νατουραλισμού, αλλά μάλλον όχι αρκετά. Εξάλλου, πόσο άνετα και εύκολα μπορεί κανείς να μιλήσει για νατουραλισμό, όταν η όποια επιτυχία τής σχολής αυτής αποδίδεται στη μη πιστή εφαρμογή των αρχών που την διέπουν από τους ίδιους της τους εκπροσώπους; Η ηρωίδα του έργου, η Φραγκογιαννού, δεν είναι ή, καλύτερα, δεν παρουσιάζεται ως η κακιά γυναίκα τού χωριού. Θα μπορούσαμε να πούμε είναι τόσο κακιά όσο και οι υπόλοιπες γυναίκες τού έργου οι οποίες πρώτες από αυτήν προσπάθησαν να αποτρέψουν τη γέννηση του παιδιού τής Μαρούσας. Είναι όμως αυτή που διαπράττει το μέγα κακό, το ασυγχώρητο από Θεό και άνθρωπο, δηλαδή τον φόνο. Και ο συγγραφέας στο τέλος μάλλον δείχνει αμήχανος, σαν να μην ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνει με αυτή τη γυναίκα και πώς να κλείσει το έργο του. Αποφασίζει να της δώσει ένα τέλος, έναν πνιγμό, παρόμοιο με αυτόν των θυμάτων της.

 

Ελένη Ι. Σταθοπούλου

Share this post