Από τον Όμηρο στην Κλασική Περίοδο – Ευγενία Μπαζάνη

Από τον Όμηρο στην Κλασική Περίοδο – Ευγενία Μπαζάνη

“Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία:

Από τον Όμηρο στην Κλασική Περίοδο”

Η ποιήτρια Σαπφώ

 

Με τον όρο Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία αναφερόμαστε στα γραπτά λογοτεχνικά μνημεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από τον 8ο αι. π.Χ. έως τα μέσα περίπου του 4ου αι. και διακρίνεται σε τέσσερις περιόδους: την αρχαϊκή (7ος-6ος αι. π.Χ.), την κλασσική εποχή (από την εγκαθίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας έως το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 508 π.Χ.-323 π.Χ.), την ελληνιστική εποχή (από το 323 π.Χ. – έως 31 π.Χ., τη ναυμαχία του Ακτίου και την ελληνορωμαϊκή ή αυτοκρατορική εποχή. Τα πρώτα έντεχνα γραπτά μνημεία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας είναι τα έπη Ιλιάδα και Οδύσσεια που αποδίδονται στον ποιητή Όμηρο και είναι το αποκορύφωμα μιας προφορικής επικής παράδοσης.

Από τα βάθη της προϊστορίας ο ελληνικός πολιτισμός δηλώνει την παρουσία του. Αν κάνουμε μια σύντομη ανά τους αιώνες βλέπουμε ότι παρουσιάζει μια μεγάλη και συνεχή πνευματική ανάπτυξη και πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής: στα γράμματα, τις τέχνες και τις επιστήμες διαμορφώνοντας έναν πολιτισμό υψηλού πνευματικού ύψους.

Στην αρχαϊκή εποχή, εκτός από τη συνέχεια της επικής παράδοσης, σημειώνεται μεγάλη άνθιση της λυρικής ποίησης, της οποίας ο χώρος ανάπτυξης είναι το αριστοκρατικό περιβάλλον. Η λυρική ποίηση ήταν τραγούδι που συνοδευόταν από λύρα. Η μουσική και το τραγούδι ήταν αλληλένδετα με την ποίηση. Τα πρώτα γραπτά μνημεία της λυρικής ποίησης που έχουν σωθεί, από τον 7ο αι. π.Χ., είχαν τις ρίζες τους σε μια παράδοση τραγουδιών που συνόδευαν θρησκευτικές τελετές, καθημερινές δραστηριότητες ή λαϊκά έθιμα, όπως ένα λαϊκό τραγούδι για το άλεσμα, το ροδιακό χελιδόνισμα και τα επιθαλάμια τραγούδια, από τα οποία επηρεάστηκε η Σαπφώ.

Η λογοτεχνία και η φιλοσοφία διεκδικούν τα πρωτεία στον παγκόσμιο χώρο, με τους κορυφαίους ποιητές και δασκάλους τής εκάστοτε εποχής. Μια σπουδαία ποιήτρια που ξεχώρισε στην προ-κλασσική περίοδο, στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., από τότε που άκμαζαν οι τέχνες και ο πολιτισμός, ήταν η Σαπφώ. Δεν ήταν μια κοινή ποιήτρια αλλά μια γυναίκα που παρόλη τη μικροκαμωμένη εμφάνισή της, είχε μια ξεχωριστή και δυνατή προσωπικότητα που άνοιξε νέους δρόμους στην ποίηση, την «τέχνη που ενώνει τους παλμούς της καρδιάς και του πνεύματος».

Η Σαπφώ (630 π. Χ.-570 π.Χ.) ήταν Ελληνίδα λυρική ποιήτρια από την Ερεσό της Λέσβου, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για το ποιητικό της έργο. Πατέρας της αναφέρεται ο αριστοκράτης Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή. Πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής.

Από τα δεκαεπτά της κιόλας ξεκινάει να γράφει τα πρώτα της ποιήματα, που πολλές φορές συνόδευε με την κιθάρα ή τη λύρα της, εκφράζοντας έναν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Την περίοδο εκείνη οι γυναίκες της Αιολίας απολάμβαναν μια μεγάλη ελευθερία στην καθημερινότητά τους και είχαν έντονη κοινωνική και πολιτική ζωή. Έτσι, η ποιητική ιδιοφυΐα γαλουχήθηκε μέσα σε μια κοινωνία, όπου υπήρχε η ισότητα των ανθρώπων. Ωστόσο εκείνη την περίοδο υπήρξαν συνομωσίες που έφεραν μια αναστάτωση στη Λέσβο. Λόγω πολιτικών αναταραχών, που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα του νησιού Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε στη Σικελία για δέκα χρόνια. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, γύρισε στη Μυτιλήνη και συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες κοπέλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τούς διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης.

Στην επάνοδό της από την εξορία, πέρα από τα ποιήματα που συνεχώς έγραφε, θεωρούσε καθήκον να συμβάλλει στην καλλιτεχνική ανάπτυξη των γυναικών, που ζούσαν χωρίς καμιά καλλιέργεια και μόρφωση. Πίστευε ότι η μόνη σταθερή αξία της ζωής της ήταν να διαπαιδαγωγήσει με άριστη μόρφωση τις νέες και μέσω της τέχνης να απαλύνει τον πόνο της ψυχής τους. Αυτή η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως».

Για την κατάληξη της σπουδαίας ποιήτριας τίποτα δεν είναι γνωστό. Σύμφωνα με το μύθο ο θάνατός της αποδίδεται  λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, το μυθικό βαρκάρη της Λέσβου, που ήταν ένας άντρας προικισμένος με νιότη κι εκτυφλωτική ομορφιά. Απογοητευμένη από την ανεκπλήρωτη αυτή αγάπη που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή της καθώς ο πόνος από τον άτυχο έρωτά της δε χωρούσε μέσα σε κανένα ποίημά της. Έτσι, λέγεται ότι η ευαίσθητη Σαπφώ έπεσε στο Ιόνιο πέλαγος από το ακρωτήρι της Λευκάδας στη θάλασσα, δίπλα στο ναό του Απόλλωνα.

Η Σαπφώ ίδρυσε τη φημισμένη της σχολή που ονομάστηκε «Ο Οίκος των Μουσών» και δίδασκε αφιλοκερδώς στιχουργία, μουσική, χορό αλλά και κανόνες συμπεριφοράς. Η αφοσίωση στις Μούσες θεωρούσε πως μπορεί να είναι η μόνη σταθερή αξία των ανθρώπων. Η ποίηση κάνει την ψυχή να μετουσιώνεται και να αγγίζει τον Έρωτα, που συνοδεύει πάντα τη θεά Αφροδίτη. Όλα τα ποιήματά της υμνούν τον έρωτα και το κάλλος με αξεπέραστη ευαισθησία, με μια ξεχωριστή δεξιοτεχνία. Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Μέσα από τα ποιήματα και τους ύμνους μιλά για το δικό της εσωτερικό κόσμο και ο λόγος της είναι λιτός και απέριττος, χρησιμοποιώντας τη λεσβιακή διάλεκτο και τη στροφή, που αργότερα ονομάστηκε και σαπφική στροφή.

Σήμερα, η Σαπφώ για πολλούς αποτελεί σύμβολο της γυναικείας ομοφυλοφιλίας. Πρόωροι μεταφραστές της Σαπφούς ασκούσαν λογοκρισία για την ομοφυλοφιλική της φύση και τη μετέτρεπαν σε ετεροφυλοφιλική. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η ποίηση της Σαπφούς απεικονίζει ομοερωτικά συναισθήματα: όπως επισημαίνει η Sandra Boehringer, τα έργα της “γιορτάζουν τον έρωτα μεταξύ γυναικών”.

Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας, που ύμνησε τον έρωτα  με τη σοβαρότητα και το πάθος της μεγαλοφυΐας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Σωκράτης θαυμάζει την υπέροχη ποίησή της και την αποκαλεί «Ωραία», ο Αλκαίος την είχε αποκαλέσει «ιερή γυναίκα»,  ενώ ο Στράβων «θαυμαστό τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούνε τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει πως η ποιήτρια δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, καθώς την περιγράφουν μικροκαμωμένη, ασουλούπωτη, μελαμψή με σταχτί σχεδόν δέρμα και λεπτή. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ομορφιά που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής της και να μην συγκινηθεί από τα λεπτά κι ευγενή αισθήματά της. Είχε φωτεινά μάτια κι ένα θαυμάσιο χαμόγελο. Πέρα απ’ όλα αυτά, που είναι έμφυτα σ’ εκείνη καθώς αναβλύζουν από τα βάθη της ψυχής της, ήταν και η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της που τη βοήθησε, ώστε να λάβει μια καλή μόρφωση. Η πνευματικότητά της αναδεικνύεται από τον τρόπο που έγραφε και εκφραζόταν στην καθημερινότητά της καθώς και από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε, την αιολική διάλεκτο, που είναι πολύ διαφορετική από άλλες ελληνικές διαλέκτους. Γενικότερα, είχε μια βαθύτερη αίσθηση του ορθού και του ωραίου.

Μετά το θάνατό της στην πατρίδα της Λέσβο έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες στήθηκαν αγάλματά της και κατασκευάστηκε κι ένα κενοτάφιο σε ανάμνησή της. Σε μεταγενέστερη όμως, εποχή οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμισαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις. Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της.

Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς κι επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό κι έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της.

Κατά την αρχαιότητα τα ποιήματά της γνώρισαν την αποθέωση. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι της ελληνιστικής εποχής είχαν συγκεντρώσει το έργο της σε εννέα βιβλία, αν και σήμερα δε σώζονται τα περισσότερα εξ’ αυτών. Στα μετέπειτα χρόνια ακολούθησε το κάψιμό τους στην πυρά από τους πρώτους χριστιανούς, μέχρι που «ανακαλύφθηκαν» ξανά στην Αναγέννηση, για να παραδοθούν τελικά στη σύγχρονη φιλολογική κριτική. Σύμφωνα με την παράδοση, η ποίηση της Σαπφούς χάθηκε επειδή η Εκκλησία αποδοκίμαζε την ηθική της.

 

Γρήγορα η ώρα πέρασε

 

Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,

πάει το φεγγάρι, πάει κι η Πούλια, βασιλέψανε

και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.

Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει,

ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει

μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε

ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά

χυμάει μέσα στους δρυς, φυσομανώντας.

 

Βιβλιογραφία

Weigall, A. (2001) Σαπφώ η Λεσβία, (μτφρ.) Δ. Παπαθανασοπούλου, Αθήνα: Ενάλιος.

Κακρίδης, Φ.Ι. (2005) Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.

Lesky, A. (1972) Ιστορία της αρχαίας ελληνική λογοτεχνίας, (μτφρ.) Α. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη.

Τακάρη, Κ. (1995), Η δέκατη Μούσα μύθος και πραγματικότητα, Αθήνα: Καλέντης.

Share this post