Άγνωστος ζητούμενος – Της Ελένης Σταθοπούλου

Άγνωστος ζητούμενος – Της Ελένης Σταθοπούλου

  • Ούτε ένα δικό μας δεπτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα
  • καλοκαίρια, να δούμε τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω
  • στα στάχυα -μια μικρή τριήρης σε μια πάγχρυση θάλασσα-
  • – μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε για έπαθλα σιωπηλά,
  • για κατακτήσεις πιο ένδοξες.
  • Δεν αρμενίσαμε.
  • Γ.Ρίτσος

 

 

Δεν αρμενίσαμε. Δεν είδαμε το μικρό πλεούμενο, που μας πρόσμενε, δεν τολμήσαμε ν΄ανεβουμε πάνω του να ξανοιχτούμε χωρίς εγγυήσεις κι ασφάλεια. Μείναμε αναποφάσιστοι στη μετριότητά μας, υπάκουοι στις παγιωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις μας. Σ΄αυτές που άλλοι μας έβαλαν στη σκέψη και μας έπεισαν ότι μόνο μαζί τους οφείλουμε να περπατάμε, υπόλογοι και απολογούμενοι στη γνώμη τους.

Δεν λύσαμε τα σχοινιά από τους κάβους ν΄αφεθούμε στη μαγεία τού αμφίβολου ταξιδιού.  Φοβισμένοι μείναμε να κοιτάμε τον ορίζοντα και δεν κάναμε βήμα μπρος, να μπούμε στη βάρκα να σαλπάρουμε. Ο φόβος τού μικρού παιδιού μέσα μας, μήπως και δεν το αποδεχθεί η μάνα του και δεν το αγαπά, μήπως κάνει κάτι που δεν πρέπει και νιώσει το αβάσταχτο βάρος τής ενοχής, μούδιασε τα πόδια κι ακινητοποίησε κάθε επιθυμία και πόθο να ξεκινήσουμε για κει που η ψυχή μας ταμπούρλο λαχτάρας  χτυπούσε.

Αφήσαμε τον χρόνο μας να κυλήσει σαν την άμμο από τ΄ακροδάχτυλα άπρακτοι, ωτακουστές τού συρίγματός του στην κλεψύδρα τής μοναδικής ζωής μας. Με αγωνία και θλίψη για τα φτερά, που δεν ανοίξαμε, δεν διεκδικήσαμε ούτε καν ένα δευτερόλεπτο δικό μας.

Πνιγμένοι με τη θηλιά τού άγχους μας για το ανυπόστατο μέλλον και για το περασμένο παρελθόν, δεν χαλαρώσαμε, δεν αφεθήκαμε στο παρόν ν΄αναγνωρίσουμε τα συναισθήματά μας και να συνδεθούμε μαζί τους. Δεν αντιμετωπίσαμε τον φόβο μας και δεν απολαύσαμε τον έρωτα. Δεν πνιγήκαμε στην όμορφη ανεμελιά τής φύσης και δεν χαθήκαμε στο άπειρο του σύμπαντος.

Αντάρτες τής αρμονίας και του εαυτού μας, περάσαμε τη ζήση χωρίς επίγνωση. Φυλακίσαμε τη θέλησή μας, υπηρετώντας πιστά τις θελήσεις των άλλων. Όσο κι αν αυτή βρυχιόταν στα έγκατα της ψυχής μας, δεν την ακούσαμε, γιατί οι άμυνές μας λειτούργησαν ως τέλειοι ηχομονωτές. Δεν κάναμε τίποτα γι αυτήν, δεν της δώσαμε χώρο και προσοχή, προπάντων φροντίδα. Δεν δοκιμάσαμε ριψοκινδυνεύοντας τις δυνατότητές της, ώστε να κατακτήσουμε έπαθλα σιωπηλά, σιωπηλά σαν τον ίσκιο μιας μαργαρίτας στο ρυάκι και του πετάγματος ενός πουλιού στο ροδόφυλλο.

Μεγάλες οι εποχές, ελάχιστη έως ανύπαρκτη η δική μας ζωή. Άλαλοι μείναμε να κοιτάμε τους κάβους. Δεν αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Άβουλοι και ράθυμοι δεν υποψιαστήκαμε ότι διαβήκαμε τον γήινο βίο μας ως ο άγνωστος ζητούμενος τής δικής μας εξίσωσης!

Share this post