Η φιλότης και το νείκος στην ποιητική συλλογή ΑΝΤΙΡΡΟΠΙΑ
Γράφει ο Σταύρος Κοσμά Σταυρίδης
Στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, η φιλότης (έλξη και διάθεση για συνεργασία) και το νείκος (διάθεση για επίκριση και εχθρότητα) πέρα από τις κοσμογονικές τους ιδιότητες βρίσκουν απήχηση και εφαρμογή σε πολλά επίπεδα της πραγματικότητας, με θετικά ή με αρνητικά αποτελέσματα, όπως π.χ. στην ψυχολογία όπου αντιστοιχούν με το ένστικτο δημιουργίας ή καταστροφής· στο δε κοινωνικό πεδίο, η φιλότης αντιστοιχεί με τη συμφωνία, τη συνδιαλλαγή και τη συν-δημιουργία για την από κοινού πρόοδο και ευημερία, ενώ το νείκος με τη διαφωνία, την εχθρότητα και τη σύγκρουση.
Εστιάζοντας την προσοχή μας σε κάποια ποιήματα του Αλέξανδρου Τσαγκαρέλλη, σε πρώτη φάση συναντάμε τη διαφωνία και την τάση σύγκρουσης που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια πολεμική-επαναστατική διάθεση εναντίον των φορέων της κοινωνικής αδικίας που είναι κυρίως η άρχουσα τάξη. Σε δεύτερη φάση, ο ποιητής στρέφεται εναντίον όσων συντάσσονται με την άρχουσα τάξη, με τους στίχους του να αντιμάχονται τους φορείς της αλλαγής. Βασικά, ο ποιητής εναντιώνεται στο κοινωνικό κατεστημένο που….
Θέλει τις παπαρούνες νεκρές την άνοιξη τούτη,
Θέλει τους στρατιώτες να περπατούν ανάμεσά τους,
Με τα χνώτα βαριά,
Μουσκεμένα τα λόγια τους στο οινόπνευμα
Και στο αίμα.
Ν’ ανταλλάσουν βρισιές θέλει,
Να συνθλίβουν τον σπόρο της γης κάτ’ απ’ τα πόδια τους,
Να σκεπάζουν μ’ αφρισμένα ούρα τα χαμομήλια
Και τα πτώματα.
Και πιο κάτω:
Θέλει την ελπίδα απατηλή τις μέρες τούτες,
Θέλει τους εμπόρους να διακινούν παραισθήσεις,
Να τρυπάνε τα μπράτσα οι φερέλπιδες,
να εκδύονται το μέλλον,
Με τα χνώτα βαριά.
Ασυνάρτητα τα λόγια τους και το πνεύμα
Σε παραλήρημα.
Να προκαλούν τον θάνατο θέλει
Να ευφραίνονται ‘εν ωδίναις’ οι μελλοθάνατοι,
Ν’ αλλοτριώνουν με χίμαιρες την ακμή τους,
Οιονεί πτώματα.
Η εναντίωση που εκδηλώνεται στους στίχους αυτούς στρέφεται αδιάλειπτα εναντίον του ψεύδους, της αδικίας και όσων υπηρετούν την επιβολή των παραπάνω επί των αδυνάτων· ωστόσο, ο ποιητής δεν τρέφει έχθρα προς τους απλούς ανθρώπους με τους οποίους διαφωνεί. Προς αυτούς προτείνει συχνά χέρι φιλίας με συνδιαλλαγή, θέτοντας ως προϋπόθεση την αναγνώριση της αλήθειας. Ο τρόπος που απευθύνεται σ’ αυτούς τους πλανημένους συχνά θυμίζει τη σωκρατική διαλεκτική. Η μέθοδος αυτή έρχεται σαν φυσική συνέπεια από έναν αληθινό ποιητή, που ολόκληρο το έργο του διέπεται από πνεύμα ανθρωπισμού. Η στάση αυτή γίνεται πρόδηλη στο σύνολο της ποιητικής συλλογής, που ένα μέρος της αποτελεί η «Αντιρροπία» του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΣΑΓΚΑΡΕΛΛΗ και αποτελεί μία αντιπροσωπευτική εικόνα του μεταξύ των τριών σύγχρονων ταλαντούχων ποιητών που επέλεξαν και μας παρουσιάζουν σήμερα οι έγκριτες εκδόσεις ΑΝΙΜΑ, κάτω από τον γενικό τίτλο «Περί…Ποίησης Λόγος». Οι άλλοι δύο είναι η ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ και ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΣΕΑΣ.
Θα πρέπει στη συνέχεια να προσθέσουμε ότι, επειδή το αγωνιστικό‑επαναστατικό πνεύμα και η κοινωνική του διάσταση καλύπτουν μόνο ένα μέρος από το πολύμορφο ποιητικό έργο του Αλ.Τσαγκαρέλλη, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούμε –έστω και παρενθετικά– στην εξαίρετη λυρικότητα της ποίησής του, που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του ποιητικού του corpus. Δεν γνωρίζουμε αν ασχολήθηκε και με τη λυρική ποίηση επηρεασμένος από τους αναγνωρισμένους και συνάμα κορυφαίους μέχρι σήμερα συντοπίτες του λυρικούς, Αλκαίο και Σαπφώ. Γεγονός πάντως είναι ότι δημιούργησε μια πληθώρα από τέλεια λυρικά ποιήματα υψηλής αισθητικής, με επιλεγμένο λεξιλόγιο, γεμάτα μελωδία, εκλεκτό συναίσθημα, λεπτή συγκίνηση, ποιήματα με μελαγχολική διάθεση, που με την υποβλητικότητά τους μας αγγίζουν βαθιά και με την ομορφιά τους ικανοποιούν απόλυτα τη δίψα για εκλεκτή ποίηση. Ένα από αυτά είναι το ακόλουθο:
Νυχτερινό.
Νύχτωσε πάλι,
κι αναδύθηκαν οι σταυροί των ψυχών
κρεμασμένοι
στις εφτάψυχες κορφές των ανέμων.
Βράδιασε πάλι,
κι αναστήθηκαν τα κοιμισμένα όνειρα.
Αναρρίγησαν οι φλέβες της γης,
τανύστηκαν οι πόθοι,
τρεμούλιασαν μέσα της,
αναψηλάφησαν τη λαχτάρα,
την παγωμένη καθημερινότητα
και το φθαρμένο χάδι.
Νύχτωσε πάλι,
και παραμερίστηκαν τα χνώτα της ακινησίας,
Ξεχύθηκαν σκύμνοι,
αλαφιασμένοι, σ’ όνειρα χιμαιρικά.
Βράδιασε πάλι,
και βάφτηκε το φεγγάρι κόκκινο.
Ήρθε αιμόφυρτο,
πέρασε την χαραγή της αδυναμίας μου
και ξάπλωσε ανάσκελα,
προκλητικά,
στο περβάζι μου.
Νύχτωσε πάλι,
κι η καρδιά μου η ασυμβίβαστη,
γυρεύει ξανά
φιλιά και κοχύλια,
κερασιές φορτωμένες ανθό και γέλια.
Γυρεύει πνιχτά φιλιά
κι αγκαλιές που μ’ αφήσαν ουλές
σε ταξίδια ατέλειωτα,
κρεβάτια άγνωστα και στέρφα.
Κι όμως,
τόλμησα κι είπα κάποτε,
πως η νύχτα με μεθάει,
με θέλγει.
Κι όμως,
μέθυσα και την τραγούδησα κάποτε,
λιγωμένος,
λαγγεμένος.
Μετά το ανωτέρω δείγμα, επανερχόμαστε στο θέμα της φιλότητας και του νείκους στην ποίησή του. Άραγε αυτοί οι δύο πόλοι που σήμερα φέρουν ονόματα της φυσικής επιστήμης και επί των οποίων θεωρητικά στηρίζεται το σύμπαν και η πραγματικότητα βρίσκονται πάντα σε διάσταση και αμάχη;
Δεν είναι βέβαια της στιγμής να ασχοληθούμε με την κοσμολογική ούτε με την ψυχολογική λειτουργία των δυνάμεων αυτών. Όσον αφορά όμως τον κοινωνικό τομέα, η ποίηση του Α.Τ. παίρνει θέση και αυτή θα μελετήσουμε.
Πρώτα απ’ όλα, ο τίτλος της συλλογής «Αντιρροπία» ενέχει και συναιρεί εν μέρει αυτή την αντίθεση. Ο τίτλος μάς λέει ότι πρόκειται για ποίηση που είναι μια αντίσταση, μια αντίθετη δύναμη που συντελεί στην ανάσχεση μιας ροπής. Βέβαια, όχι της μηχανικής ροπής, αλλά της τάσης εκείνων των κοινωνικών φαινομένων που αντιστέκονται στην πρόοδο και ωθούν την κοινωνία προς τα κάτω, κατευθυνόμενα από μια αρνητική δύναμη. Φορέας της αρνητικής αυτής δύναμης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος με την ιδιότητα του πολίτη και όχι οι φυσικοί νόμοι. Επομένως, πρεσβεύει ότι με την ποίηση μπορεί να ανασχεθεί η τάση αυτή και να σταματήσει ο κατήφορος!
Άραγε πρόκειται για δομική αδυναμία της κοινωνίας ή είναι η φύση του ανθρώπου αυτή που άλλοτε εμποδίζει την πρόοδο και άλλοτε προβαίνει σε πόλεμο και καταστροφές;
Ποια είναι λοιπόν η βασική αιτία που οδηγεί την κοινωνία προς τα πίσω;
Σύμφωνα με τον ποιητή μας, είναι το ψέμα. Το ψέμα που λέμε πρώτα στον εαυτό μας και ύστερα το σερβίρουμε στους άλλους, τους αθώους και ευκολόπιστους ή σε όσους εξυπηρετεί το προσωπικό τους συμφέρον. Ο ποιητής συνεχώς επανέρχεται στην απόκρυψη της αλήθειας και στην επικράτηση του ψεύδους ως αιτία της δυστυχίας των ανθρώπων και της κοινωνικής ασθένειας. Και αυτό είναι που προκαλεί το μένος και την εξέγερση του ποιητή, ο οποίος ωστόσο αναγνωρίζει ότι και ο ίδιος ως άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος και δεν αποποιείται των δικών του ευθυνών:
Εσείς, εν τέλει,
Οι αυτοπροβαλλόμενοι,
Ακόπως ανερχόμενοι αστέρες,
Οι αείποτε απολαμβάνοντες
Των προνομίων,
Τιμών, βραβείων,
Δωρεών και μεταλλίων,
Κι εμείς,
Οι άλλοι,
Οι μουγγοί ιθαγενείς,
Ένα γελοίο σμάρι ηλιθίων,
Που άνετοι σχολάζουμε,
Έχοντας από πάνω μας εσάς,
Κυβερνήτες στιβαρούς,
Προστάτες,
Σωτήρες οπωσδήποτε,
Κι αγίους.
Εσείς κι Εμείς
Μαζί.
Συνοδοιπόροι!
Συνυπεύθυνοι!
Συνένοχοι!
Συμβιβασμένοι!
Απλά, κατηγορούμε αλλήλους.
Ακόμη και όταν υψώνει οργισμένος τη φωνή του στους συνανθρώπους του, δεν αισθάνεται μίσος. Απλά δεν ανέχεται την παθητικότητα και τη δεκτικότητα στο ψέμα. Τότε τους βροντοφωνάζει να ξυπνήσουν. Τους βλέπει ως πλανεμένους ανθρώπους και μέσα από το πρίσμα της ισότητας συχνά τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της διαφωνίας μαζί του. Επιθυμεί τη μεταστροφή τους και την αναγνώριση της αδικίας που ανέχονται ή στηρίζουν, αλλά παράλληλα παραμένει ανυποχώρητος στις ανθρωπιστικές αρχές του. Μερικές φορές, ο λόγος του προς τους απέναντι εκφράζεται με αυτολύπηση ή γίνεται θρήνος για την κατάντια των αντιπάλων, για την απελπιστική ρηχότητα του πνεύματός τους, την εμπαθή συμπεριφορά τους και την έλλειψη ενσυναίσθησης.
Η υψωμένη φωνή του αποβλέπει επομένως στο ξύπνημα, στην απάρνηση του ψεύδους, στην αναγνώριση της αλήθειας. Ο λόγος του στο σημείο αυτό μοιάζει με τον λόγο Σωκράτη. Η οργισμένη φωνή του, όταν απευθύνεται στους απέναντι, είναι ένας τρόπος αντίδρασης.
Ένας άλλος τρόπος της ομιλίας που τους απευθύνει έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όχι μόνον ως προς το περιεχόμενο, αλλά και τη μέθοδο που είναι ενδεικτική του ποιητικού του ήθους, της απλότητας και της ευαισθησίας του. Τότε ο λόγος του παίρνει τη μορφή ενός καλέσματος που οπλίζεται με υπομονή και επιχειρήματα, ώστε να δουν οι αναγνώστες την αυταπόδεικτη αλήθεια. Παράλληλα, διαθέτει έναν μοναδικό και πρωτότυπο τρόπο, καθώς το ποιητικό του ύφος εξυψώνεται μέσα από τη φιλική διάθεση και την παιδική αθωότητα. Επίσης, μας συγκινεί η αγνότητα και η αφέλεια που συντελούν στην πρωτοτυπία και την ομορφιά αυτής της ποίησης. Ακούστε το παράπονό του:
Ο τρελός του χωριού
μ’ αγριοκοιτάζει!
Ο γραμματέας της κοινότητας
με φτύνει!
Ο χωροφύλακας
μ’ απειλεί!
Ο κόσμος
με λοιδορεί ανυποψίαστος
και
διασκεδάζει!
Αλλά…,
τα παιδιά
μ’ αναγνωρίζουν αμέσως,
με πλησιάζουν,
κι
αποτρέπουν τον εξονειδισμό.
Τα παιδιά –κλασσικό σύμβολο της αθωότητας– αναγνωρίζουν τις προθέσεις του και νιώθουν ότι τα δένει συγγενικός δεσμός μαζί του. Αυτά τον προστατεύουν από τις προσβολές και την κακία των επιτιθεμένων.
Τέλος, αισθάνεται αισιόδοξος ότι το μέλλον αυτών των παιδιών θα είναι πιο ανθρώπινο και θα δεσπόζει η δικαιοσύνη· αυτή η ελπίδα αποκαθιστά την ηρεμία στην ψυχή του:
‘Δεν χρειάζεται η παρουσία μου εδώ!’
συλλογιέμαι,
κι
αναχωρώ εφησυχασμένος.
Επίσης αποκαλεί φίλουςτους απέναντι πριν ακόμη να συνδιαλλαγούν.
Θυμούμαι πάντοτε,
των φίλων τα κεφάλια που αλλού γυρίζανε,
να κρύψουν το ειρωνικό τους γέλιο,
αφού, καλά το ξέρανε,
το βλέπανε αυτοί,
πως την απόφαση παρμένη είχα κατά βάθος,
με χίλιες δυό προφάσεις
και δικαιολογίες,
μέσα στην πόλη τελικά θα έμενα
να θάψω τα όνειρά μου.
Εξίσου αγνός και αθώος σαν παιδί, ο ποιητής εμφανίζεται όταν ο λόγος του παίρνει τη μορφή καλέσματος οπλισμένος με υπομονή και επιχειρήματα. Το ποιητικό του ύφος εντείνεται μέσα από τη φιλική διάθεση και την παιδική αθωότητα. Μας συγκινεί η αγνότητα, η παιδική αφέλεια και η ομορφιά αυτής της πρωτότυπης ποίησης που προσπαθεί να πείσει ρωτώντας σαν τον Σωκράτη. Και βέβαια, οι ερωτήσεις του έχουν αυτονόητη απάντηση.
Θα ήθελα πολύ
Να σου εξηγήσω, –θα ήθελες κι εσύ;–
Να καταλάβεις
Τις πνιγηρές λέξεις του χάους
Πίσω απ’ τις προσεκτικά διατυπωμένες εκφράσεις,
Τις μεταλλαγμένες,
Αργυρώνητες φωνές
Που άκουσα, –θα ήθελες κι εσύ;–
Να καταλάβεις
Τα κρυμμένα νοήματα π’ αφανίζουν,
Που πυροβολούν αναίτια
Με λέξεις ανάλγητες,
Καλουπωμένες,
Σε φράσεις επεξεργασμένες
Και δικαιολογεί την άρνηση και την πλάνη του συνομιλητή του με μια αφοπλιστική κατανόηση
–δεν θα το ήθελες μάλλον–.
Επειδή πονούν οι άνθρωποι,
Πονούν
Όταν ακούν,
Όταν βλέπουν,
Όταν μαθαίνουν,
Όταν καταλαβαίνουν….
Αυτό το αδιέξοδο, η αδυναμία κατανόησης τον πικραίνει και τον απογοητεύει:
Γι’ αυτό,
Κλείσε το φως!
Καληνύχτα
…Να σβήσει το φως. Ποιο φώς; Ποιο φως ήταν όλη αυτή την ώρα αναμμένο στο μακροσκελές αυτό ποίημα στο οποίο επανέρχεται με παιδική αφέλεια η ερώτηση: Θα ήθελες κι εσύ;
Το φως είναι η ποίηση! Την πρόσφερε σαν τεκμήριο της αλήθειας, της ειλικρίνειας, και της φιλικής του διάθεσης. Αυτό το φως καταυγάζει σε όλο το μήκος το πλάτος και το βάθος της ποίησης του Αλ.Τσαγκαρέλλη, κι αυτό τον αναδεικνύει σε αληθινό ποιητή.