Γεύση από Νεράντζι, της Ελένης Σταθοπούλου

Γεύση από Νεράντζι, της Ελένης Σταθοπούλου

Της Άννας Ραζή

Η γραφή είναι μια στιγμή ελευθερίας, απελευθέρωσης δηλαδή της σκέψης και της έκφρασης. Μέσα σε μια καθημερινότητα όπου όλοι είμαστε δέσμιοι της λογικής, έχοντας αναθεματίσει το συναίσθημα ως πηγή δινών και πόνου.

Οι άνθρωποι, το κοινό, νομίζουν πως ο ποιητής/συγγραφέας/ δημιουργός ζει αποκομμένος από τον φθαρτό κόσμο, απομονωμένος, βιώνοντας κι αναπαράγοντας στο χαρτί τους δικούς του προσωπικούς εφιάλτες.

Αντίθετα όμως από αυτό, ο πραγματικός δημιουργός, ζει μέσα στον κόσμο, τον αφουγκράζεται κι αναπαράγει τον παλμό του, άλλοτε τρυφερό σαν τις αναμνήσεις, (μια παιδική πορσελάνινη κούκλα πάνω στον καναπέ της γιαγιάς Φωτεινής) άλλοτε σκληρό κι ασυμβίβαστο σαν την καθημερινότητα, (τα βαριά μουδιασμένα μέλη του σώματος που είναι σκορπισμένα κάθε πρωί πάνω στο κρεβάτι και αδυνατούν να συνεργαστούν για το ξεκίνημα της καινούργιας μέρας).

Ο Freüd το 1908 στο έργο του, “Λογοτεχνική δημιουργία και αφύπνιση του ονείρου” παρουσιάζει τον ποιητή – δημιουργό σαν ένα παιδί που παίζει δημιουργώντας έναν κόσμο φανταστικό που όμως εκείνο τον παίρνει πολύ στα σοβαρά, τον προικίζει με μεγάλες ποσότητες επιρροής ενώ ταυτόχρονα τον ξεχωρίζει από την πραγματικότητα. Ο ενήλικας ντρέπεται για τη φαντασία που κουβαλάει μέσα του και την κρύβει από τους άλλους στα κατάβαθα της ψυχής του, προτιμά (λέει ο Freüd) να παραδεχτεί τα λάθη του παρά τη φαντασία του.

Να που όμως στο βιβλίο της αυτό η Αιθερία παραδέχεται όχι μόνο τα λάθη της αλλά βρίσκει τη συγχώρεση για αυτά μέσα από τα μονοπάτια της σκέψης και της φαντασίας. Άλλωστε κανένα έργο, ακόμα και η πιο καλά χρονολογημένη παράθεση βιογραφικών γεγονότων δεν στερείται της δημιουργικής και παραγωγικής φαντασίας.

Ας περάσουμε τώρα να αναρωτηθούμε γιατί γράφουμε ένα βιβλίο.

Οι άνθρωποι που διαβάζουν κατά καιρούς μυθιστορήματα ζητούν από το εκάστοτε έργο διασκέδαση, μια φρεσκάδα – δροσιά, μια ανάπαυση από την καθημερινή ζωή.

Ξεχνούν όμως εύκολα, η ανάγνωσή τους είναι επιφανειακή, ίσα που αγγίζει την ύλη και της υπόσταση της ζωής τους.

Η πλειοψηφία των αναγνωστών ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Και αυτό κάθε άλλο παρά κακό είναι αφού σε κάθε εποχή σχεδόν όλοι οι άνθρωποι θεωρούν την τέχνη σαν μαι στιγμιαία διασκέδαση. Ευτυχώς όπως είπα και πριν είναι η πλειοψηφία των ανθρώπων και όχι το σύνολο αλλιώς η τέχνη θα έμενε στάσιμη.

Και τότε η λογοτεχνία θα ήταν μια μονότονη επανάληψη ασήμαντων και βαρετών περιπετειών.

Στην περίπτωση του βιβλίου το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα έχουμε αυτό που αποκαλούμε ζωντανή λογοτεχνία. Έναν κόσμο “αερικό” “αιθέριο”, σύννεφα που περνούν, σταγόνες βροχής που σχηματίζονται, κόσμοι που δημιουργούνται.

Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε Αναγνώστες (lecteurs / liseurs) όλους εκείνους που μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα τάγμα και για τους οποίους η λογοτεχνία δεν είναι μαι τυχαία διασκέδαση αλλά ένας ουσιαστικός σκοπός που μπορεί να συγκινήσει τον άνθρωποι τόσο βαθιά όσο κάθε ανθρώπινος σκοπός.

Ανάλυση έργου.

Το βιβλίο αυτό φαίνεται να είναι η πραγματική ανάγκη για επικοινωνία του ΕΓΏ. Μια αντανάκλαση αρκετά δουλεμένη της σκέψης του άλλου και στην προκειμένη περίπτωση αυτός ο άλλος είναι η συγγραφέας. Άλλωστε μέσω του λόγου του άλλου μπορούμε να εξετάσουμε και να μετρήσουμε τη δική μας σκέψη.

Θυμάμαι” είναι η πρώτη λέξη του βιβλίου και αναμνήσεις γεμίζουν τις σκέψεις μας και μέσα στη ροή του λόγου και των σκέψεων οι αναμνήσεις της ηρωίδας γίνονται δικές μας αναμνήσεις για να ζήσουμε να βιώσουμε μέσα μας, ο καθένας λιγότερο ή περισσότερο αυτό το μυθιστόρημα. Σαν ένας καθρέπτης αντανακλά μαι καινούργια ζωή, την ενσωματώνει ή την ξεκόβει από την κανονική μας ζωή μετατρέποντας την σε μια ζωή παράλληλη με τη δική μας.

Ο τίτλος είναι έντονος, μας αφήνει μια γεύση πικρή και γλυκιά και αμέσως η εικόνα γίνεται σύμβολο ενός συναισθήματος που όλοι έχουμε βιώσει ίσως για άλλους λόγους, ίσως για τους ίδιους.

Ο πόνος – ο φόβος για το Τέρας όπως αποκαλεί η Αιθερία την αρρώστια είναι ένα εσωτερικό μονοπάτι που ακολουθεί παρέα με την μοναξιά της μέχρι τη λύτρωση. Ποιο όμως είναι πραγματικά αυτό το Τέρας; Η σκλήρυνση; Η κατάθλιψη; Ή το ίδιο της το εγώ που την οδήγησε να ζήσει τη ζωή που τελικά εκείνη επέλεξε;

Η πηγή του κακού, ένα μικρό κορίτσι αντιμέτωπο με το θάνατο πριν ακόμα προλάβει να γνωρίσει τη ζωή, κρυμμένο δίπλα στο καλάθι με το σύκα, με την καρδούλα του στα χέρια του κομμάτια χωρίς να έχει δάκρυα στα μάτια ούτε μια αγκαλιά παρηγοριάς.

Όλο το έργο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Η συγγραφέας είναι το εγώ, ντύνεται το εγώ και ο αναγνώστης βιώνει αυτό το εγώ. Ένα εγώ μόνο του απέναντι στον κόσμο όσο μοναχικό μπορεί να είναι το μονοπάτι της ζωής του καθενός ιδίως τη στιγμή π[ου έχει να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό σε έναν τελικό αν θέλετε απολογισμό πεπραγμένων. Σαν μια μάχη του alter με το ego.

Αυτοβιογραφία;

Προσωπικό μυθιστόρημα (σύμφωνα με τη θεωρία του Ντουμπρόβσκι);

Ή

Απολογισμός όπως το αποκαλεί η ίδια η Αιθερία στη σελίδα 31 στο κεφάλαιο Περιστροφή;

Όλα υπάρχουν μέσα σε αυτό το βιβλίο των 240 σελίδων.

Το τέρας – ο Φόβος η ανάγκη των άλλων να σταθείς δυνατή για να μην καταρρεύσουν εκείνοι. Τα ψέματα για την υγεία της ηρωίδας στην αρχή όπου άνθρωποι δικοί της μέσα στην προσπάθεια τους να την προστατέψουν από το να μην μάθει την αλήθεια δεν της δίνουν τη δυνατότητα να δείξει πόσο δυνατή μπορεί να είναι.

Ένας καταστρεπτικός σεισμός που καταφέρνει να κάνει το παρελθόν κομμάτια.

Ένας χαμένος μεγάλος έρωτας, πόσο μεγάλη δύναμη μπορεί να έχει ο πρώτος έρωτας; Θυμόμαστε άραγε; Τόσο μεγάλη που αφού τελειώσουμε το βιβλίο μπορούμε σίγουρα να αναρωτηθούμε αν τελικά δεν ερωτευόμαστε στη ζωή μας παρά μόνο μια φορά.

Η μητρότητα, η μάνα που ανησυχεί, αφουγκράζεται, ελπίζει για τη σάρκα από τη σάρκα της ακόμα κι όταν έπρεπε να μένει ξύπνια τα βράδια για να ταΐσει το μωρό που έκλαιγε ή όταν έπρεπε να βγει από τη δική της κατάθλιψη για να διακρίνει εκείνη του παιδιού της.

Ο γάμος, που από τις πρώτες μέρες είχαν κιόλας και οι δύο μετανιώσει για αυτόν. Από όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει (όπως της είπε κάποια στιγμή και ο καλός, συμπαθητικός και γηραιός της γείτονας) “οι καλές γυναίκες δεν φεύγουν από το σπίτι τους ποτέ και για κανένα λόγο”, όπως οι καλές μαθήτριες (θεολόγος – λύκειο) δεν βγαίνουν ποτέ και για κανένα λόγο από το σπίτι τους χωρίς κορδέλα στα μαλλιά.

Την πεθερά που θα ρωτήσει που είναι το πορσελάνινο σερβίτσιο που σου έφερε δώρο κι εσύ θα πεις εκεί είναι κι ας έχεις σπάσει με ενθουσιασμό και ευχαρίστηση τα 30 από τα 36 κομμάτια. Γιατί σημασία τελικά έχει το φαίνεσθαι και όχι το είναι.

Και όλα τα πρόσωπα γυρίζουν γύρω από το εγώ. Μάνα, γιαγιά, παππούς, γιαγιά Φωτεινή, μεγάλος αδελφός, τα παιδιά, οι δύο σύζυγοι.

Η Γενοβέφα, η πλαστική και άσχημη κούκλα με την οποία ταυτίζεται η ηρωίδα. Και η Εριέττα, η πορσελάνινη κούκλα, η τόσο εύθραυστη και μοναδική με το ροζ ταφταδένιο φόρεμα της και τις κοτσίδες της που τελικά καταλαβαίνεις αφού έχεις διαβάσει το βιβλίο πως το εγώ αφηγητής σε κορόιδεψε κάνοντας σε να πιστεύεις πως είσαι η Γενοβέφα ενώ στην πραγματικότητα είσαι η Εριέττα.

Δράσεις, μυστικά, σκέψεις και συναισθήματα σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση με μύστες όλους εμάς.

Ένας απολογισμός με σκοπό την κάθαρση και την βαθιά αλήθεια του Εγώ.

Με πονάει που πάντα και για τα πάντα είμαι χρεωμένη.”

Καλή Ανάγνωση.

Share this post