28η Οκτωβρίου – Απόσπασμα από το βιβλίο το σκισμένο χείλος – Άννα Ραζή
20 Ιουλίου 1944
Το χέρι του κειτόταν ματωμένο πάνω στο λασπωμένο χώμα. Άοσμη ήταν η μέρα γύρω του. Άλλωστε η μυρωδιά από τα νεκρά σώματα λες και του είχε καυτηριάσει τα ρουθούνια, δεν τον άγγιζε πια. Μόνο που εκείνη την ημέρα ανάμεσα στα νεκρά σώματα σερνόταν και το δικό του. Όχι στητό κι αγέρωχο, κομματιασμένο κι ατιμασμένο από την αποτυχία. Δεν τον ένοιαζε ο θάνατος, το είχε φιλοσοφήσει το πράγμα. Κάποτε όλοι θα αφήσουμε τον μάταιο τούτο κόσμο για να διαβούμε, ήρεμοι πια, τα Ηλύσια Πεδία. Αν ήταν η ώρα του τώρα, θα ήξερε τουλάχιστον πως θα πέθαινε για έναν σκοπό. Όχι, όχι τον ίδιο σκοπό για τον οποίο θα πέθαινε νέος πριν έντεκα χρόνια, κάθε άλλο. O σκοπός του τότε λεγόταν εξουσία, δόξα, δύναμη. Ο σκοπός του πια λέγεται άνθρωπος. Να πεθάνεις για να σώσεις τον άνθρωπο. Τότε είσαι ήρωας. Άκουσε τη φωνή της, να του σιγοψιθυρίζει στο αυτί, ενώ η ανάσα της χάιδευε παιχνιδιάρικα τον λαιμό του. Ύστερα, αμέσως μετά, άκουσε το πηγαίο, γάργαρο γέλιο της. Αυτό το γέλιο θα του έλειπε στον θάνατο. Αυτό το γέλιο και ο ήλιος. Γύρισε με δυσκολία το κομματιασμένο του κορμί και κοίταξε κατάματα τον ήλιο. Το αίμα πηχτό είχε τρέξει μέσα στα μάτια του. Είχε δημιουργήσει ένα φυσικό φίλτρο που του επέτρεπε να κοιτάξει το φως χωρίς να τυφλωθεί. Πρέπει να γέλασε, με δυσκολία, μα γέλασε. Έμπηξε με πείσμα τα νύχια του στο χώμα, σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί από τούτη εδώ τη γη, ενώ μια άλλη, καλύτερη, τον καλούσε κοντά της. Είδε το βλέμμα της, για μια τελευταία φορά, στο πετάρισμα των κουρασμένων βλεφάρων του και ύστερα έκλεισε τα μάτια του ψελλίζοντας μια λέξη μόνο. Freiheit. (Ελευθερία)