28η Οκτωβρίου – Απόσπασμα από το βιβλίο “Ουδέν Αξιοσημείωτον – Ελένη Σταθοπούλου
Ο Νικόλας Ρήγας είχε γεννηθεί το εικοσιέξι σε μια παραθαλάσσια πόλη με ενετικό κάστρο. Ήταν το τέταρτο παιδί τής οικογενείας του. Προηγούνταν ο μεγάλος του αδελφός, ακολουθούσαν οι δυο του αγαπημένες αδελφές και μετά ήταν αυτός. Ο πατέρας του, που ήταν θερμαστής στα καράβια και σ΄ ένα ατύχημα είχε χάσει το δεξί του χέρι, έπαιρνε μια μικρή σύνταξη και με τη μάνα του, την κυρα – Αναστασούλα, είχαν ένα περίπτερο κοντά στο λιμάνι.
Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο αδελφός του βρέθηκε στα βουνά τής Ηπείρου. Αυτός, όντας μαθητής, έμεινε πίσω με τον πατέρα, τη μάνα και τις αδελφές του από τις οποίες η μια, η Φρόσω, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο με άριστα και είχε βρει δουλειά στο γραφείο ενός δικηγόρου και η άλλη, η Μαργαρίτα, ήταν στην τελευταία τάξη.
Στις αρχές τού 1941, θυμήθηκε που στην πόλη του υπήρχε το στρατόπεδο με τους Ιταλούς αιχμαλώτους. Αργότερα, καθώς οι Γερμανοί κατέβαιναν, έφερε στη μνήμη τούς Σέρβους που έφευγαν για τη Μέση Ανατολή και μετά τους Άγγλους που τους έπαιρναν τα υδροπλάνα για την Κρήτη.
Ήταν Απρίλιος όταν έφθασε ο Γερμανικός στρατός με τους αλεξιπτωτιστές με τις μοτοσυκλέτες. Αυτοί φορούσαν αδιάβροχα μέχρι τα πόδια και στη στολή τους υπήρχε το σήμα v τόσες φορές όσες είχαν πέσει με αλεξίπτωτο. Ο ένας οδηγούσε και οι άλλοι, ένας στο καλάθι κι ένας πίσω, κρατούσαν πολυβόλα. Βομβαρδισμοί παντού και ο κόσμος έτρεχε στα καταφύγια και στις σπηλιές στα βουνά, ενώ στο λιμάνι από τα βομβαρδισμένα μεταγωγικά των Άγγλων επέπλεαν ζώα και σακιά με αλεύρι. Μετά τους Γερμανούς ήρθαν και οι Ιταλοί και στήσανε κι αυτή τη δική τους καραμπινιερία.
Από τον Μάιο, που έσπασε το Μέτωπο, άρχισαν να γυρίζουν μόνοι και ρακένδυτοι οι Έλληνες στρατιώτες και όλοι να τους ρωτούν για τους δικούς τους. Ο αδελφός του, ο Κωστής, έφθασε τέλη Ιουλίου και κάνανε μεγάλη χαρά. Ακόμη, ο Νικόλας θυμήθηκε την απαγόρευση κυκλοφορίας και την άδεια από την κομαντατούρα, που τη χρειαζόσουν για να πας από την πόλη στο χωριό ή σε άλλη πόλη. Όλοι ήταν κλεισμένοι στο σπίτι και παντού βασίλευε νέκρα, ενώ είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν ή να λείπουν εντελώς τα τρόφιμα.
Το 1942 άνοιξαν τα σχολεία και αυτός και η μικρότερη αδελφή του άρχισαν τα μαθήματα σε κάτι αποθήκες, επειδή το Γυμνάσιο το είχανε επιτάξει οι κατακτητές. Στο μεταξύ τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί και πούλαγε ο καθένας όσο ήθελε. Αυτοί τα βόλευαν με τη σύνταξη τού πατέρα και τους μισθούς τής Φρόσως και του Κωστή, που είχε αρχίσει πια να δουλεύει ως γραμματέας στο Υποθηκοφυλακείο. Όσο για το περίπτερο στο λιμάνι είχε καταστραφεί σ΄ έναν βομβαρδισμό και δεν γινόταν λόγος.
Το 1943 ήταν ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα. Πήγαινε στα διπλανά χωριά να φέρει τρόφιμα, είτε με τα πόδια είτε με το ποδήλατό του που ήταν βαρύ, γιατί τα λάστιχα ήταν αυτοσχέδια φτιαγμένα από τις σαμπρέλες των εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων των Εγγλέζων. Έπαιρνε πατάτες, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι κι έδινε ή λεφτά ή άλλα είδη. Ό,τι έβρισκε το έφερνε στο σπίτι να φάνε, για να επιβιώσουν.
Τότε ήταν που, επειδή διαδιδόταν ότι οι Σύμμαχοι θα κάνουν απόβαση σε όλη την Ελλάδα, Έλληνες εργολάβοι και μηχανικοί ανέλαβαν να φτιάξουν για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς αντιαρματικές τάφρους ή πολυβολεία. Έτσι, πολύς κόσμος άρχισε να δουλεύει, ανάμεσά τους και ο Νικόλας, με αμοιβή ρύζι, φασόλια και ψωμί. Μάλιστα, εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει κι έναν Ιταλό που ήταν υπεύθυνος για τα μουλάρια και του άρεσε πολύ η μαύρη σταφίδα. Αυτός έκλεβε από τον ντορβά των μουλαριών βρώμη και του έδινε 10 οκάδες για δυο κιλά σταφίδα. Αυτή τη βρώμη ο Νικόλας την πήγαινε στα χωριά, που την θέλανε για σπορά, και την αντάλλασσε με πατάτες, σιτάρι και άλλα φαγώσιμα.
Όταν συνθηκολόγησε η Ιταλία, οι Ιταλοί αφοπλισμένοι γύριζαν σαν ρεμάλια στην πόλη κι έψαχναν για δουλειά, για να φάνε μια μπουκιά φαγητό. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει τα λαϊκά συσσίτια και είχε φτάσει και η βοήθεια τής Αμερικής με τον Ερυθρό Σταυρό σε ρεβίθια, φασόλια και σιτάρι σπασμένο. Στο σχολείο ο Νικόλας πήγαινε κανονικά και οι περισσότεροι, καθηγητές και μαθητές, φοβόντουσαν και δεν μίλαγαν. Τότε εμφανίστηκε και το ΕΑΜ και καλούσε τους μαθητές να πάνε σ΄ αυτό. Όταν οι ΕΑΜΙΤΕΣ με τους Εγγλέζους ανατίναξαν μια γέφυρα κοντά στην πόλη, επειδή φοβήθηκαν όλοι αντίποινα και συλλήψεις, έφυγαν οι άντρες στα βουνά. Και τότε ο Νικόλας με τον αδελφό του κι ένα φίλο τους πέρασαν πέντε βραδιές στη στάνη τού μπάρμπα – Μήτρου, ψηλά, στον Προφήτη Ηλία.