28η Οκτωβρίου – Απόσπασμα από το βιβλίο Ελίφ – Άννα Ραζή

Ελίφ | Άννα Ραζή | Anima Εκδοτική

28η Οκτωβρίου – Απόσπασμα από το βιβλίο Ελίφ – Άννα Ραζή

Χαράματα Δευτέρας η Μέλια ξύπνησε στην αγκαλιά της
γιαγιά της πριν ο ήλιος βγει να δει τον κόσμο από τις κα-
μπάνες της Μητρόπολης που χτυπούσαν φρενήρεις, περ-
νώντας μια παγωμένη αίσθηση φόβου σ’ όλο το σώμα. Τη
φίλησε η γιαγιά της στο μέτωπο όπως έκανε πάντα πριν από
κάθε μεγάλο βήμα της μικρής της Μέλιας, όπως όταν έφυ-
γε από Θεσσαλονίκη, την πρώτη μέρα που πήγε σχολείο,
πριν φύγει για τα Γιάννενα. Της θύμισε πως πρέπει να είναι
δυνατή, πως όλα τα αντέχει ο άνθρωπος, πως όλα σφυρί
είναι και διαπλάθουν χαρακτήρα και συνείδηση. Έφυγε η
Μέλια από το δωμάτιο αφήνοντας εκεί τη νενέ της, μόνη
της μπροστά σε μια ακόμα επερχόμενη καταστροφή.

Κατεβαίνοντας στο σαλόνι όπου είχαν συγκεντρωθεί
έντρομοι όλοι, άκουγαν ακόμα τις καμπάνες αλλά και φω-
νές και κλάματα έξω στο δρόμο. Έτρεξε ο Παύλος να δει τι
συμβαίνει κι ύστερα από λίγο μπήκε πάλι μέσα πιο χλομός
κι από λευκό πανί. «Να συγκεντρωθούμε στο σχολείο λέει
η διαταγή. Να πάρουμε από μια κουβέρτα και ψωμί και να
πάμε όλοι τώρα εκεί».

Έτσι κι έκαναν. Κατέβασε η Ζαχαρένια κουβέρτες από το
δωμάτιό της. Έδωσε πρώτα στην Ανθή, μετά στη Μέλια,
από μια στον Νικόλαο και στον Παύλο, μια στη μικρή ψυ-
χοκόρη της Ανθής που έτρεμε σαν το ψάρι το κακόμοιρο,
και κράτησε μια για τον εαυτό της. Ύστερα κοίταξε για
μια ακόμα φορά το σπίτι σαν να ‘ταν το τελευταίο πράγμα
που θα έβλεπε και βγήκε ακολουθώντας την Ανθή και τον
Νικόλαο. Πιο πίσω έμειναν η Μέλια με τον Παύλο. Πριν
βγουν από το σπίτι, τον πλησίασε κι όταν το πρόσωπό της
ήταν κοντά στο δικό του, τόσο που να τη ζεσταίνει η ανάσα
του, ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Για δευτερό-
λεπτα, ίσα σαν χάδι ήταν εκείνο το φιλί. «Ό,τι κι αν γίνει
σήμερα να ξέρεις ότι δε θα σε αφήσω λεπτό μόνο σου. Θα
είμαι κοντά σου κι ας θυμώσει όποιο σύμπαν θέλει με την
επέμβασή μου. Κακό μεγάλο δε θα πάθεις».

Γέλασε ο Παύλος. Δεν πήρε και τόσο στα σοβαρά τα λεγό-
μενά της. «Εγώ θα πρέπει να είμαι εκεί να σε προστατέψω.
Δική μου υποχρέωση είναι».

«Δε θα μπορέσεις. Μα δε θα χρειαστεί, γιατί εγώ καλά θα
είμαι. Πάμε τώρα. Ήρθε η ώρα και να την καθυστερήσουμε
παραπάνω δεν μπορούμε».

Βγήκαν στο δρόμο την ώρα που χάραζε ο ήλιος. Ένας πα-
γωμένος δεκεμβριάτικος ήλιος. Μπήκαν μέσα στο ποτάμι
του κόσμου που κυλούσε αναστατωμένο μέχρι το σχολείο.
Μια-δυο φορές παραλίγο να χαθούν. Μια κράτησαν τη Μέ-
λια προς τα πίσω, μια σπρώξανε απότομα τον Παύλο και
τον ανάγκασαν να προχωρήσει πιο γρήγορα και να πάει
πιο μπροστά. Έκοψε το βήμα του εκείνος και την περίμε-
νε. Την πήρε από το χέρι και προχώρησαν μαζί μέχρι το
σχολείο όπου αναγκαστικά τους χώρισαν. Κόντευε εννιά
το πρωί όταν χώρισαν τα γυναικόπαιδα και κάποιους γέ-
ρους και τους έκλεισαν στο σχολείο και τους άντρες από
δεκατεσσάρων χρονών και πάνω τους κράτησαν έξω από
το σχολείο.
Ακριβώς μπροστά τους ήταν μια μάνα με τον άντρα της
και τα τρία της παιδιά. Χώρισαν τον άντρα της και τον δε-
καεπτάχρονο γιο, μα πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει
έφυγε το παιδί της το δεύτερο από το χέρι της. «Θέλω να
πάω με τον πατέρα μου» φώναξε.

Τρελάθηκε η μάνα του άρχισε να ουρλιάζει. «Μόλις δε-
κατριών είναι μη μου το πάρετε! Αφήστε το να έρθει μαζί
μου».

Αλλά οι επιλογές είναι δικές μας. Ακόμα κι η επιλογή ανά-
μεσα στη ζωή και στον θάνατο.

Ένιωσε το χέρι του να γλιστρά από το δικό της, όταν ένας
άντρας με στολή τον τράβηξε απότομα από δίπλα της. Γύ-
ρισε να τον κοιτάξει κι είδε πως ο άντρας που τον πήρε από
κοντά της είχε ένα φρικτό σημάδι στο λαιμό του. Μπήκε
μόνη της μέσα στο σχολείο. Προχώρησε ανάμεσα σε γυ-
ναίκες και παιδιά που έκλαιγαν. Μετά από λίγο έκλεισε η
πόρτα πίσω τους και κλείδωσε. Έτρεξαν να την ανοίξουν,
μα είδαν πως κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Κλεισμένοι
σαν ζώα σε κλουβί. Περπατώντας ανάμεσά τους η Μέλια
προσπαθούσε να βρει τη Ζαχαρένια, αλλά είδε σε μια γω-
νία την Αυγούλα να είναι μαζεμένη, κουλουριασμένη σχε-
δόν να κλαίει. Έσκυψε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά.
«Μην κλαις, κορίτσι μου. Πρέπει να είμαστε ήρεμες για να
αντιμετωπίσουμε το μετά».

«Μετά από τι;»

«Μετά».
«Δε θα τον ξαναδώ, έτσι δεν είναι; Μου το ‘χες πει πως κά-
πως έτσι θα ήταν το τέλος, απρόσμενο. Πόσο άγριο δε μου
είχες πει πως θα είναι και πόσο θα πονάει».

Προσπάθησε να τη σηκώσει κι η Αυγούλα υπάκουσε άβου-
λα. Ακολουθώντας τη Μέλια μέχρι την άλλην άκρη της
μεγάλης αίθουσας, της ασφυκτικά γεμάτης από κόσμο, μέ-
χρι εκεί που καθόταν η Ζαχαρένια.

«Το πόσο πονάει είναι τόσο διαφορετικό για τον καθένα.
Πως να το μετρήσω και να σ’ το πω».

Βλέποντάς τες η Ζαχαρένια να πλησιάζουν έκανε χώρο να
καθίσουν στο πάτωμα δίπλα της. «Μήπως είδατε την Αν-
θία;»

Μα καμιά τους δεν την είχε δει.

«Δε θα μου κάνει καμία εντύπωση αν μάθω πως δεν μπήκε
καν εδώ μέσα».

Κάθισαν κάτω. Στριμώχτηκαν η μία δίπλα στην άλλη για να
νιώθουν και λίγη ασφάλεια, πέρα από τη ζεστασιά. Έκλει-
σε τα μάτια της η Μέλια. Βγήκε από το σχολείο. Μπλέ-
χτηκε ανάμεσα στους άντρες κι άρχισε να περπατά μαζί
τους τη δεκάλεπτη απόσταση από το σχολείο μέχρι τον
λόφο που ήταν το χωράφι του Κάππη. Την ώρα που έστη-
ναν τα πολυβόλα γύρω από τους συγκεντρωμένους άντρες,
η Μέλια σπρώχνοντας και περνώντας μέσα από τον κόσμο
με δυσκολία, προσπάθησε να φτάσει έγκαιρα στον Παύλο.
Μεσημέρι ήταν όταν έφτασε δίπλα στον Παύλο. Μεσημέρι
ήταν όταν άκουσε κάποιον να μιλά στους Γερμανούς. Δεν
ξεχώρισε ποιος ήταν, ούτε τι έλεγε, άλλωστε της ήταν αδύ-
νατον να κάνει κάτι τέτοιο από τόση απόσταση. Μεσημέρι
ήταν όταν άρχισαν τα πολυβόλα να καλύπτουν τις φωνές
των αντρών και τα κλάματα των παιδιών.

Μια τον βρήκε στο αριστερό πόδι και μια στη δεξιά πλευρά
του στήθους. Ένα σπρώξιμο τον έριξε μέσα σ’ ένα χαντάκι
κι από πάνω του, όρκο θα έπαιρνε, δυο χέρια τράβηξαν ένα
νεκρό κορμί και τον σκέπασαν μ’ αυτό. Το αίμα του άντρα
που κύλαγε στο πρόσωπό του θόλωσε για λίγο την όρασή
του. Η γεύση του πικρή γέμισε τα χείλη, το στόμα του, του
κόψε την ανάσα. Δεν τολμούσε να γυρίσει το βλέμμα του
να δει ποιος ήταν αυτός που τον κάλυπτε. Ύστερα σίγη-
σαν τα πολυβόλα. Σιωπή νεκρική για λίγο, μα μέσα από το
θολό του βλέμμα, έβλεπε τους Γερμανούς να πατάνε πάνω
στα σώματα, να τραβούν τους νεκρούς και να ψάχνουν να
βρουν ακόμα όσους ανέπνεαν για να τους ρίξουν τη χαρι-
στική βολή ή να τους ανοίξουν στα δύο με τα τσεκούρια
που κρατούσαν.

Το αίμα είχε γεμίσει μέχρι μέσα τα ρουθούνια του, τόσο
που πίστευε πως θα φτάσει να πλημμυρίσει και τα πνευμό-
νια του. Το βάρος του νεκρού κορμιού από πάνω του πίεζε
τις δικές του πληγές. Το θέαμα από τσεκούρια να ανοίγουν
στα δύο τα κεφάλια μικρών παιδιών τον έκανε να λιπο-
θυμήσει. Έτσι όταν ένας Γερμανός, μ’ ένα φρικτό σημάδι
στο λαιμό, τράβηξε τον νεκρό από πάνω του, το αίμα έχει
καλύψει όλο το σώμα σχεδόν του Παύλου. Λιπόθυμος κι
ακίνητος, με την ανάσα του να μη μπορεί καλά καλά να
βγει από το αίμα που είχε γεμίσει τα ρουθούνια κι ίσως και
τα πνευμόνια του, για νεκρό τον πέρασε και τον πέταξε
στον σωρό με τα νεκρά κορμιά κι ύστερα έριξε κι άλλους
από πάνω του.

Μεσημέρι ήταν όταν άκουσαν τα πολυβόλα οι γυναίκες
που ήταν κλεισμένες στο σχολείο. Αναστάτωση απλώθηκε
σ’ όλη την αίθουσα. Τι γινόταν; Ποιους χτυπούσαν; Τους
άντρες; Και τα παιδιά; Τι έκαναν τα παιδιά; Μετά από λίγο
σιωπή. Μόνο τότε άνοιξε τα μάτια της η Μέλια. Γύρισε
και κοίταξε την Αυγούλα δίπλα της. «Έφυγε γρήγορα. Η
σφαίρα τον βρήκε κατευθείαν στο κεφάλι. Τίποτα δεν κα-
τάλαβε».

Αντί να βάλει τα κλάματα η Αυγούλα, ευχαρίστησε τη Μέ-
λια. Σηκώθηκε και πλησίασε τα παράθυρα να δει απ’ έξω,
σαν να περίμενε κάποιον να έρθει. Αυτό που είδε να έρχε-
ται ήταν οι φλόγες που είχαν αρχίσει να καίνε την πόλη.
Ούρλιαξε η Αυγούλα. Τους ανάγκασε όλους να βγουν από
τον λήθαργο του πόνου και να αντιδράσουν για να σωθούν
εκείνοι που είχαν μείνει πια και τα παιδιά τους, πριν καούν
όλοι μαζί μέσα στο σχολείο. Μάνιασε ο κόσμος. Ξεχύθηκε
και κατάφερε να σπάσει τα τζάμια. Να βγει έξω, να σωθεί
από τις φλόγες.

Μεσημέρι ήταν όταν η Σουλτάνα από το δωμάτιο της Μέ-
λιας, όπου είχε μείνει, έβλεπε τη φωτιά που έβαζαν οι
Γερμανοί να καίει τα σπίτια. Θυμήθηκε μιαν άλλη φωτιά,
πριν από είκοσι χρόνια. Μπροστά της απλώθηκε η Σμύρνη.
Έσφιξε η ψυχή της. Έβλεπε από το παράθυρο στο δωμά-
τιό της την πόλη της να καίγεται και δάκρυα κύλισαν στα
μάτια της. Ύστερα από λίγο το πήρε απόφαση να φύγει κι
εκείνη, όπως έφυγαν τόσοι γείτονες από τα γύρω σπίτια.
Πού θα πήγαινε; Πού θα την οδηγούσε το αύριο; Μήτε που
ήξερε μήτε που ήθελε να ρωτήσει για να μάθει. Κατέβηκε,
αργά, χαιρετώντας κάθε ανάμνηση που είχε μέσα σ’ εκείνο
το σπίτι. Μα φτάνοντας στην πόρτα, πικρή η διαπίστωση,
ήταν κλειδωμένη κι η διαφυγή της αδύνατη. Έσκυψε το
κεφάλι κι αποδέχτηκε τη μοίρα της. Πήγε τότε στο σαλόνι.

Κάθισε στην πολυθρόνα της, πήρε το κέντημα στα χέρια
της και περίμενε. Η φωτιά άναψε πρώτα στο πάνω πάτωμα,
άρχισε να καίει τα πάντα με γοργούς ρυθμούς. Δεν έφτα-
σε όμως μέχρι κάτω, για έναν ανεξήγητο λόγο σταμάτησε
πριν κατέβει τη σκάλα. Οι καπνοί που γέμισαν τον χώρο
από το σπίτι, από την πόλη που καιγόταν, της έδωσαν έναν
αργό θάνατο. Σαν ύπνος που έρχεται και σε παίρνει σιγά
σιγά.

Βγήκαν από το σχολείο. Καπνός και βρόμα παντού. Μαύρη
η ατμόσφαιρα. Κρατιούνταν κι οι τρεις από το χέρι για να
δίνουν κουράγιο η μία στην άλλη, για να τραβάνε η μία
την άλλη μέχρι τον λόφο. Άργησαν να βγουν από το σχο-
λείο, γιατί η Ζαχαρένια λιποθύμησε κάπου τέσσερις φορές
και από την τελευταία δυσκολεύτηκαν πολύ να τη συνε-
φέρουν. Μέσα σε είκοσι χρόνια, και πριν φτάσει τα εξήντα
της χρόνια, είχε χάσει τρία παιδιά και τον άντρα της. Πόσο
βάρος να αντέξει πια η ψυχή της;

Ο δρόμος μέχρι το νεκροταφείο ήταν ένα κόκκινο ποτάμι.
Τα ουρλιαχτά κι οι οδυρμοί των γυναικών έβγαιναν μέσα
από τις φλόγες στα άδεια από Γερμανούς, άντρες και ζωή
Καλάβρυτα. Ένας πιτσιρικάς –ούτε δεκατριών χρόνων–
μαζί με έναν συνομήλικο φίλο του, είχαν σύρει τον πατέρα
του ενός από τους δύο και τώρα με ξύλα προσπαθούσαν να
ανοίξουν τάφο μέσα στο νωπό από το αίμα χώμα, ενώ μια
γυναικά έχει πιάσει και τραβούσε από τα πόδια τον άντρα
της μπροστά στα έκπληκτα –γεμάτα δάκρυα από τον πόνο
και τον καπνό– μάτια των παιδιών της. Μια παράξενη δύ-
ναμη πιο μεγάλη από τη ζωή, πιο δυνατή από τον θάνατο
είχε γεμίσει αυτές τις γυναίκες που με τα γυμνά τους χέρια
έπρεπε να θάψουν άντρες, πατεράδες και γιους.

Πού χρόνος για να κλάψεις;

Πρώτα πρώτα βρήκαν τον άντρα της Αυγούλας. Ήταν ξα-
πλωμένος διπλά στο δεκατριάχρονο αγόρι που είχε φύγει
από το χέρι της μάνας του την ώρα που τους χώριζαν. Έμει-
νε εκεί η Αυγούλα. Κάθισε πάνω στην ματωμένη γη και
τον πήρε στην αγκαλιά της να τον νανουρίσει σαν μωρό,
να τον οδηγήσει ήρεμα στο τελευταίο του ταξίδι, με τα δά-
κρυα να κυλάνε βουβά από τα μάτια στα μάγουλα, στον
λαιμό, στα καπνισμένα ρούχα της.

Η Μέλια συνέχισε με τη Ζαχαρένια. Τα πόδια της βούλια-
ζαν μέχρι το αστράγαλο σχεδόν στο αίμα. Γύριζαν τα νε-
κρά σώματα. Σήκωναν τους νεκρούς να δουν αυτούς που
ήταν από κάτω. Δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, μισή ώρα μέχρι
να βρουν τον Νικόλαο. Δεν είχε την τύχη του άντρα της
Αυγούλας. Σφαίρα δε βρήκαν πάνω στο σώμα του, μόνο
μια τσεκουριά είχε ανοίξει το κεφάλι του στα δύο. Το μισό
πρόσωπο με μυαλά χυμένα πάνω στο χώμα βρισκόταν πα-
ραπέρα πεταμένο. Κάποιος πάνω στην προσπάθειά του να
βρει τον δικό του άνθρωπο το είχε κλοτσήσει. Έβαλαν το
σώμα του πάνω στην κουβέρτα που κρατούσε ακόμα η Ζα-
χαρένια. Έπιασε η Μέλια το υπόλοιπο πρόσωπό του και το
έβαλε κι αυτό με το υπόλοιπο σώμα μέσα στην κουβέρτα
και σιγά σιγά η μια κρατώντας από τα πόδια, η άλλη από
το κεφάλι τον πήγαν πότε σηκωτά και πότε σέρνοντας μέ-
χρι το νεκροταφείο. Εκεί άφησε πια τη Ζαχαρένια μόνη
της. Έπρεπε να γυρίσει πίσω να βρει τον Παύλο. Πρέπει
να είχε φτάσει απόγευμα πια. Είχε έρθει κόσμος κι από τα
γύρω χωριά και βοηθούσε σ’ αυτές τις τραγικές, μακάβριες
σκηνές που κράτησαν στα Καλάβρυτα για μέρες. Κάποια
σπίτια που είχαν τυλιχτεί στους καπνούς είχαν γλιτώσει.
Είχαν γεμίσει κι αυτά, όπως κι οι αχυρώνες ή τα κοτέτσια,
από γυναικόπαιδα.

Το αίμα της φάνηκε πως είχε γίνει περισσότερο στον λόφο
όσο περνούσε η ώρα. Ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω από το δικό
της. Γύρισε ανέκφραστη κι είδε τον Κωστή. Είχε ξεχάσει
πως του είχε πει να περάσει να τους πάρει. Το χωριό το
είχαν αφήσει άθικτο οι Γερμανοί. Παρόλο που η εντολή
της μικρής του κυρίας ήταν να πάει την άλλη μέρα να τους
πάρει, όταν έμαθαν όπως και στα άλλα χωριά τι είχε γίνει
στα Καλάβρυτα, ο Κωστής έτρεξε να βοηθήσει με καρ-
διά γεμάτη ευγνωμοσύνη που τους είχε γλιτώσει τη ζωή κι
εκείνου και του γιου του και που είχε γλιτώσει τη γυναίκα
του και τα άλλα δύο παιδιά του από τόσο φρικτές εικόνες.
«Ποιον ψάχνουμε, κυρά μου;»

«Τον Παύλο. Τον Νικόλαο τον θάβει τώρα η μητέρα του, με
τα χέρια της. Ο Παύλος είναι ακόμα ζωντανός».

Δεν την πίστεψε. Νόμισε πως ήταν η ελπίδα της που τον
κρατούσε ακόμα ζωντανό στο μυαλό της. Είχε ακούσει για
κάνα δυο που τους είχαν βρει ζωντανούς, αλλά αυτό ήταν
η εξαίρεση. Την ακολούθησε όμως, έτσι λεπτοκαμωμένη
που ήταν κι αδύνατη, που να μπορέσει να σηκώσει τόσα
σώματα μέχρι να τον βρει. Πώς να τον μεταφέρει μακριά;
Πώς να σκάψει να τον θάψει;

Αλλά η Μέλια δεν έψαχνε. Πήγαινε σε σημείο συγκεκρι-
μένο του λόφου που σαν να το ήξερε από πριν.

Share this post