28η Οκτωβρίου – Απόσπασμα από το “Χαλί” της Ελένης Σταθοπούλου
Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να εμφανιστεί μπροστά της την περασμένη Κυριακή. Είχαν πάει με τις αδελφές της και τη γιαγιά τους στη θάλασσα, να κάνουν μπάνιο. Ξεκίνησαν μετά την Εκκλησία και πήραν μαζί τους, όπως πάντα, και τα ζώα. Την γαϊδούρα τους τη Φρόσω, την κατσίκα, τον σκύλο, τη χήνα, τον κόκορα, τις τρεις κότες και τον σκύλο τους, τον Έκτορα. Όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλον, πήραν τον κατήφορο και φτάσανε στη μικρή αμμουδιά. Αφού κολύμπησαν κι έπαιξαν, βρήκαν πεταλίδες, αχινούς κι αστερίες, η γιαγιά Θοδώρα έδωσε στις εγγονές να φάνε και μετά ξάπλωσε να πάρει έναν υπνάκο. Όμως, πριν κοιμηθεί, ανέθεσε στη Χρυσή, σαν μεγαλύτερη, ύστερα από καμιά ώρα να πάει να φέρει την κατσίκα τους, που την είχαν πάει πιο πάνω να βοσκήσει.
Αυτή δεν μπόρεσε να την πάρει ο ύπνος, εκεί κάτω από το βαθύσκιωτο πεύκο, όπως τις αδελφές της και τη γιαγιά τους. Σκεφτόταν συνέχεια εκείνον και σηκώθηκε νωρίτερα και τράβηξε προς τα πάνω. Καθώς προχωρούσε αμέριμνη, τον είδε ξάφνου μπροστά της. Βγήκε πίσω από μια ελιά και τη λαχτάρισε. Της κόπηκαν τα γόνατα. -Γειά σου, Χρυσή, της είπε γλυκά και ξαναμμένος.-Τι θέλεις, Δημήτρη, ψέλλισε εκείνη, φοβισμένη. Δεν πρέπει να μας δει ανθρώπου μάτι. – Δεν θα μας δει, της είπε. Όλοι κοιμούνται. Μόνο τα τζιτζίκια θ΄ακούσουν αυτό που έχω να σου πω. Σ΄ αγαπώ και, από τότε που χορέψαμε, δεν μπορώ να ησυχάσω. Σε βλέπω στα όνειρά μου και είμαι χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος, είμαι ερωτευμένος μαζί σου, το κατάλαβες;
Όσο της μιλούσε, είχε πιάσει τα χέρια της και την κοιτούσε με ματιά που διέτρεχε το σώμα της ολόκληρο κι έφτανε κατευθείαν στην ψυχή, κάνοντάς την να τρέμει. – Κι εγώ, Δημήτρη, σε σκέφτομαι συνέχεια και σε βλέπω στα όνειρά μου, του είπε αυθόρμητα και, σαν κατάλαβε τι ξεστόμισε, του τράβηξε τα χέρια κι έτρεξε μακριά του σαν αγρίμι. Πίσω της τον άκουσε να της φωνάζει ότι την αγαπάει, μα εκείνη για το μόνο που προσευχόταν ήταν να μην τους είδε ή τους άκουσε κανείς. Κανείς δεν τους είδε, κανείς δεν τους άκουσε. Μόνο τα τζιτζίκια στις ελιές συνέχιζαν το τραγούδι τους.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα κι ο Σεπτέμβρης πήγαινε να τελειώσει. Είχαν τρυγήσει τ΄ αμπέλια, είχαν πατήσει τα σταφύλια και το κρασί είχε μπει στα βαρέλια. Ήταν εκεί, πάνω στο πατητήρι με τον αδελφό της τον Μηνά και τ΄ άλλα αγόρια και με τα γυμνά τους πόδια σύνθλιβαν τον καρπό. Αυτή, όσο κι αν χυπούσε η καρδιά της, τον απέφευγε. Αλλά, εκείνος φρόντισε να τη συναντήσει ξανά, να της κλέψει ένα γρήγορο φιλί και να της πει ότι, σαν τελειώσει τον στρατό, θα γυρίσει και θα την παντρευτεί.
Στα μέσα Οκτώβρη, το χαλί, που ύφαινε, είχε τελειώσει. Για πολλές μέρες το κοίταζε κρεμασμένο στον τοίχο και το καμάρωνε κι αυτή και όποιος ή όποια το έβλεπε. Όλοι μιλούσαν για το πόσο καλή υφάντρα και νοικοκυρά ήταν η πρωτοκόρη τού Χρήστου. Αυτή χαμήλωνε τα μάτια, ενώ ένα ερυθρό χρώμα σερνόταν στα μάγουλά της. Σκεφτόταν τον Δημήτρη, τον δικό της Δημήτρη κι ονειρευόταν να γίνει γυναίκα του.
Όμως, ξέσπασε ο πόλεμος. Στις 28 Οκτωβρίου τού 1940. Οι άντρες έφυγαν για το μέτωπο. Κατέβηκαν στη θάλασσα να πάρουν το καράβι, να πάνε στον Πειραιά. Μαζί τους και οι δικοί τους, για να τους αποχαιρετήσουν. Δάκρυα, αγκαλιές και συμβουλές για τους λεβέντες, που πήγαιναν εκεί που η επιστροφή ή ο θάνατος γινόταν πεπρωμένο.
Η Χρυσή κι ο Δημήτρης, μέσα στην οχλοβοή και στον πανικό, ξέφυγαν από τους δικούς τους κι έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά τού άλλου. -Θα με περιμένεις, της είπε με αγωνία αυτός. Θα μου γράφεις; Σ΄ αγαπώ όσο τίποτ΄ άλλο! Να με σκέφτεσαι και να προσεύχεσαι για μένα!-Ναι, θα σε περιμένω, απάντησε κείνη, με κόμπο στον λαιμό και στο στομάχι! Κι εγώ σ αγαπώ πολύ! Δεν θα σε βγάλω στιγμή από τη σκέψη μου και θα προσεύχομαι νύχτα μέρα στην Παναγιά για σένα! Το χαλί το τελείωσα και θα περιμένω νά ΄ρθεις να το στρώσουμε στο σπίτι μας!-Ναι, αγάπη μου, στο σπίτι μας!
Εκεί χώρισαν κι έτρεξαν στις οικογένειές τους. Μετά ο Δημήτρης και ο Μηνάς ανέβηκαν στο πλοίο, που σήκωσε άγκυρα κι άρχισε να χάνεται στον ορίζοντα. Ήταν και οι δυο τους τόσο νέοι. Βρέθηκαν με τ΄ όπλο στο χέρι τόσο μακριά από το χωριό τους να μάχονται με τους εχθρούς, τον χειμώνα και τα χιόνια στα βουνά τής Αλβανίας.
Η Χρυσή δεν πρόλαβε να στείλει και πολλά γράμματα στο μέτωπο. Παραμονές Χριστουγέννων έφθασε η είδηση στους δικούς του ότι ο Δημήτρης έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Τα ουρλιαχτά τής μάνας του της έφεραν το κακό μαντάτο. Η λάβρα τού έρωτά της κρύφτηκε στα βάθη τής ψυχής της και καλύφθηκε από μια βαθιά θλίψη, που φάνηκε στην άκρη τής ματιάς και πάγωσε τα νιάτα της. Η μοίρα της ήταν βαριά και η ζωή της άχαρη.
Όμως, έπρεπε να κρύψει και τον πόνο της, να μην τον βλέπουν οι άλλοι. Μόνο αυτή και οι αδελφές της τον ήξεραν. Όπως ακριβώς δίπλωσε κι έκρυψε στο μπαούλο και το χαλί και δεν το ξανάβγαλε. Όταν σε λίγο καιρό ήρθε πάλι το κακό μαντάτο ότι έπεσε ηρωικά μαχόμενος και ο αδελφός της ο Μηνάς, ο πόνος βρήκε μια ήδη παγωμένη ψυχή. Οι δυο απώλειες, τα δυο πένθη, ισόβαρα και ισόποσα, έγιναν ταφόπλακα στο στήθος κι έκοψαν την ανάσα της!